Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Ντόρα και Λίζα ...

Η ερωμένη της, Ντόρα Ρωζέττη, Εκδόσεις Μεταίχμιο

«Το βιβλίο της δ. Ντόρας Ρωζέττη, όπως το δείχνει αμέσως κι ο τίτλος του, εξιστορεί τον έρωτα μεταξύ ομοφύλων -δυο κοριτσιών, στην Αθήνα-, κι έναν έρωτα που δεν ήταν μόνο ψυχικός...Τι πιο αφύσικο, τι πιο παράνομο, τι πιο παράξενο πράγμα; Κι όμως, διαβάζοντας την ιστορία, το βρίσκει κανείς και φυσικό και νόμιμο. Γιατί; Γιατί είναι αληθινό... Τέτοιο βιβλίο ερωτικού πάθους μόνο άλλο ένα διάβασα στη ζωή μου· κι αυτό, κατά σύμπτωση, γραμμένο από γυναίκα...
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η δ. Ρωζέττη ξέρει να γράφει. Έχει τη σκέψη λεπτή και βαθιά, η πινελιά της αποδίδει γραμμή, χρώμα κι ατμόσφαιρα. Αιστάνθηκε, φαίνεται, στη ζωή της ένα μεγάλο πόνο κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο».
Γρηγόριος Ξενόπουλος

Το μυθιστόρημα Η ερωμένη της που επαινέθηκε από τον Ξενόπουλο, αλλά εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το προσκήνιο μετά την έκδοση του 1929, έρχεται και πάλι στο φως. Αν στην εποχή του Μεσοπολέμου η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχθεί την ειλικρίνεια μιας τόσο τολμηρής εξομολόγησης, η ιστορία αυτή μπορεί τώρα να διαβαστεί όπως θα το επιθυμούσε τότε η αντισυμβατική συγγραφέας της.

Αυτό το βιβλίο δεν ... γράφει μια ιστορία, δεν διηγείται έναν έρωτα ομόφυλο, απλά βγάζει τα "μέσα" - "έξω" μιας ανθρώπινης ψυχής. Και το κάνει πραγματικά με αριστουργηματικό τρόπο. Τον πιο απλό. Χύμα. Η Ντόρα της Ντόρας Ρωζέττη (ψευδώνυμο) φεύγει, τρέχει, κατρακυλά ενώ "εκδίδεται" με λέξεις. 

"Άθλια ύπαρξη - αυτοβρίζομαι-, μάζεψε λοιπόν για μιαστιγή όλο σου το είναι, τα οστά σου, τους μυς σου, τα νεύρα σου, τον εγκέφαλο, τα σπλάχνα σου. Συγκεντρώσου, σφίξε με τα χέρια σου το σώμα σου, για να πειστείς πως το κατέχεις, πως είναι δικό σου ... Βάλ' το καλά στο νου σου: ανήκεις μόνο στον εαυτούλη σου!"

"Είναι κάτι ξέχωρες απολάψεις που ζούμε μες στις δύστυχες ώρες μας, που δεν μπορούν με λόγια να ζωγραφιστούν. Σαν, αργά μετά τα μεσάνυχτα, φέρνουν τα βαριεστημένα βήματα τη σκιά μου μπρος στην ξώπορτα... Σαν ξεκλειδώνω σιγά, σαν ανεβαίνω τα σκαλιά στέκοντας στο καθένα μερικά δευτερόλεπτα για ν'αποτελειώσει ο νους μου την πεισιμίστικη σκέψη του ... Σαν, ξεκλειδώνοντας και την πόρτα της σοφίτας για να μην ξυπνήσει η άλλη (η συγκάτοικος), πέφτω βαριά στο ντιβάνι, που δέχεται το κουρασμένο μου κορμί με σιγανά στενάγματα ..."

Ντόρα και Λίζα ...

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Η Λουκί του κενού



Patrich Modiano, «Στο café της χαμένης νιότης», Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
«Παρίσι, δεκαετία του ’60, μια νεαρή γυναίκα εξαφανίζεται. Το μόνο που γνωρίζουμε γι’ αυτήν είναι το ψευδώνυμό της: Λουκί. Συχνάζει μαζί με άλλους μποέμ τύπους στο “Café της χαμένης νιότης”.
Μα ποια ήταν; Ο Patrich Modiano δίνει τον λόγο σε όλους όσοι τη γνώριζαν, μα ελάχιστα την ήξεραν πραγματικά: ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ, έναν φοιτητή, έναν εκκολαπτόμενο μυθιστοριογράφο, αλλά και τον σύζυγο της Λουκί. Παράλληλα την ακούμε να περιγράφει τη ζωή της, μια ζωή χωρίς ορίζοντα, σ’ ένα Παρίσι φωτογραφημένο σε άσπρο – μαύρο»

Σ’αυτή τη ζωή που καμιά φορά μάς φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι.


Πόσο εύκολο είναι ένα προσχέδιο έστω κτηματολογίου; Καθόλου εύκολο και επιπλέον τρομερά επικίνδυνο. Σημεία αναφοράς της ζωής μας πώς να βρεθούν; Πώς να δημιουργήσουμε «δεσμούς κτήματος» έξω από εμάς; Ποιος μπορεί να μείνει σταθερός γύρω μας. Ούτε καν εμείς οι ίδιοι για εμάς.
Η πρώτη εντύπωση άλλωστε, σχεδόν πάντα, είναι η σωστή. Ακυβέρνητοι αρμενίζουμε σε γραμμές φυγής που μάταια αγωνιζόμαστε να διακρίνουμε και σε χαμένους ορίζοντες που ακόμα πιο επώδυνα κι από το μάταια γνωρίζουμε πως δεν θα κερδίσουμε.

Η Λουκί του Modiano, αναζητούσε έναν προορισμό μέσα σε «δεσμούς» επαφής ανθρώπων και διαβασμάτων. Η «Λουκί του κενού» … δεν έψαχνε μόνο έναν τρόπο συμπεριφοράς,. ήθελε να δραπετεύσει, να φύγει όλο και πιο μακριά, να ξεκόψει βίαια απ’ την καθημερινή ζωή, για ν’ αναπνεύσει αέρα ελευθερίας. Ήταν κι εκείνος ο πανικός, πότε πότε, στην προοπτική ότι οι κομπάρσοι που έχεις αφήσει πίσω σου, μπορούν να σε ξαναβρούν και να σου ζητήσουν λογαριασμό. Πρέπει να κρυφτείς για να ξεφύγεις απ’ αυτούς τους εκβιαστές, ελπίζοντας ότι, μια μέρα, θα βρεθείς οριστικά έξω από την εμβέλειά τους. Εκεί ψηλά, στον αέρα της κορυφής. Ή στον αέρα της ανοιχτωσιάς ….

Οι τελευταίες λέξεις της πριν της διαφυγή της από τον «χερσότοπο» της ελπίδας της ήταν: «Αυτό είναι. Αφήσου» και αφέθηκε, αφού πέρασε το ένα πόδι πάνω από τα κάγκελα του μπαλκονιού της … σε μια απουσία, ένα λευκό, που όχι μόνο γεννά μια αίσθηση κενού, αλλά δεν μπορεί κανείς ν’ αντικρίσει. Όλο αυτό το λευκό που τυφλώνει μ΄ένα φως ζωηρό, ιριδίζον. Κι έτσι θα’ ναι – ως το τέλος ….

Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον, πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του … Γι’ αυτό τον αγαπάμε, άλλωστε … ε;

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Χαμένη στη ... μετάφραση

Εθισμός στην "ανάγνωση".Σαν να μην έχω την ταυτότητά μου όταν δεν έχω βιβλίο να με περιμένει. Σύνδρομο στέρησης που προοδευτικά γίνεται έντονο. Κάποια φίλη το χαρακτήρισε το διαβατήριό μου και μου άρεσε η λέξη. Φέρνει στο μυαλό τα ταξίδια μου μέσα στις σελίδες, τις γνωριμίες μου με τους ήρωες, τις ομοιότητες και τις διαφορές μου με τον κόσμο τους, τις όμοιες ματιές, τα καινούργια βλέμματα, διάφορες και διαφορετικές σκέψεις, όψεις και συνήθειες.

Πως να περιγράψεις όμως τέτοια ταξίδια; Γιατί τα δικά μου ταξίδια θέλω να γράψω κι ας με οδήγησαν σε αυτά άλλοι, οι συγγραφείς τους. Τα ταξίδια μου δεν έχουν σχέση με τη δική τους πορεία στο βιβλίο τους. Αυτοί βάδισαν στο δρόμο τους κι εγώ πατώντας στο μονοπάτι τους έφτιαξα το δικό μου χνάρι. Έτσι μου συμβαίνει, έτσι θα το διηγούμαι.

Θα ταίριαζε και τίτλος της σελίδας μου το "Ταξίδι στην ανάγνωση" αλλά επικράτησε το "Χαμένη στη μετάφραση" ως πιο κοντά σε μένα την ίδια.

Μία χαμένη πρέπει να ... επιβιώσει και ελπίζει στη ... μετάφραση.